- υπηρετεία
- ἡ, Α [ὑπηρετεύω]υπηρεσία, παροχή υπηρεσιών.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὑπηρετείας — ὑπηρετείᾱς , ὑπηρετεία fem acc pl ὑπηρετείᾱς , ὑπηρετεία fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)